24/03/2019

Οι Οπλαρχηγοί και οι Αγωνιστές της Βόχας κατά την Εθνική Επανάσταση του έτους 1821 25η Μαρτίου 1821 – 25η Μαρτίου 2018 του Σχοινοχωρίτη Κωνσταντίνου

ΤΟΥ ΣΧΟΙΝΟΧΩΡΙΤΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

Οι Οπλαρχηγοί και οι Αγωνιστές της Βόχας

κατά την Εθνική Επανάσταση του έτους 1821

25η Μαρτίου 1821 – 25η Μαρτίου 2018

«ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Η΄ ΘΑΝΑΤΟΣ»

«Τιμή σε αυτούς που αγωνίστηκαν για την Πατρίδα, παράδειγμα για εμάς που ζούμε σήμερα ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ χάρη στους αγώνες και τις θυσίες εκείνων»

Την 25η Μαρτίου του έτους 1821, που
εορτάζει η Ανατολική Ορθόδοξος Εκκλησία τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου, ο Μητροπολίτης Παλαιών Πατρών Γερμανός στα Καλάβρυτα, στη μονή της Μεγίστης Λαύρας, με το σύνθημα «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Η΄ ΘΑΝΑΤΟΣ» ύψωσε το τιμημένο λάβαρο της εθνικής εξεγέρσεως των Ελλήνων. Σε κάθε γωνιά της υπόδουλης και πολύπαθης μέχρι τότε Πατρίδος μας η κινητοποίηση υπήρξε άμεση, ταχύτατη και μαζική.

Ο καταπιεσμένος από το Τουρκικό ζυγό Έλληνας ραγιάς ύψωνε αγέρωχα το κεφάλι του απέναντι στον Τούρκο δυνάστη και κατακτητή. Όλοι οι Έλληνες μια γροθιά ξεσηκώθηκαν και πολέμησαν για το ύψιστο ιδανικό, την ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ.

Το έτος 1821, στη Βόχα με κέντρο το Τρανό Ζευγολατειό, αναδείχτηκαν δύο κορυφαίες στρατιωτικές φυσιογνωμίες, οι οποίοι με τη δράση τους συνέβαλαν στην οργάνωση και την προώθηση της Επαναστάσεως στην περιοχή μας. Αυτοί ήταν οι οπλαρχηγοί Βουδούρης Αθανάσιος και παπα-Θανάσης Πιτσούνης (ΠαπαΠιτζούνης). Υπήρξαν βεβαίως και άλλοι βοχαϊτες αγωνιστές από τα υπόλοιπα χωριά της Βόχας που πολέμησαν ή θυσιάστηκαν βοηθώντας στον Αγώνα του 1821 για την απελευθέρωση της Ελλάδος από τον Οθωμανικό ζυγό.

Η προσφορά του Τρανού Ζευγολατειού στον Αγώνα του 1821 για την Εθνική Ανεξαρτησία

Η περίπτωση του Οπλαρχηγού Αθανασίου Βουδούρη

Οι Βουδουραίοι υπήρξαν μία πλούσια και έγκριτη οικογένεια Ελλήνων αγωνιστών. Το επίθετο της οικογένειας προέρχεται από την τουρκική λέξη

Bodur, που σημαίνει μικρόσωμος (μικρού αναστήματος). Κατά τη διήγηση1 του Αθ. Βουδούρη η οικογένεια κατάγονταν από τη Γαρά(ν)τζα της Μεσσηνίας. Το αρχικό επώνυμο «Μπουντούρης» άλλαξε σε «Βουδούρης», έτσι ώστε οι Τούρκοι που τους κυνηγούσαν τα χάσουν τα ίχνη τους2.

Κατά την κατάληψη της Πελοποννήσου από τον Μοροζίνη και τους Ενετούς, η οικογένεια των Βουδουραίων αντιστάθηκε ηρωϊκώς κατά των Ενετών. Πέντε αδελφοί, μέλη της οικογένειας, ήλθαν σε ρήξη με τους Ενετούς. Φόνευσαν κάποιους Ενετούς ισχυρούς, επειδή βίασαν μία από τις γυναίκες της οικογενειάς τους. Έτσι αναγκάστηκαν να εκπατριστούν και να διασκορπισθούν σε διάφορες περιοχές.

Κατά τη Β΄ περίοδο της Τουρκοκρατίας, μετά το 1715, όταν οι Οθωμανοί Τούρκοι είχαν εκδιώξει τους Ενετούς από την Πελοπόννησο, οι Βουδουραίοι προέβαλαν αντίσταση και κατά των Οθωμανών Τούρκων. Το μεγαλύτερο μέρος της οικογένειας φονεύθηκε και το υπόλοιπο που διασώθηκε, διασκορπίσθηκε.Ένας από τους αδελφούς, ο Γεώργιος, σκοτώθηκε κατά τη δεύτερη κατάληψη της Πελοποννήσου από τους Τούρκους (1795). Άλλος Γεώργιος πήρε μέρος στα Ορλοφικά (1770), ενώ οι αδελφοί του Δημήτριος, Αθανάσιος, Νικόλαος και Παναγιώτης πολέμησαν κατά την Επανάσταση του 1821.

Τα υπόλοιπα εναπομείναντα μέλη διεσκορπίσθηκαν, καταφεύγοντας μετά τα Ορλοφικά στην Ύδρα, την Τσούρτσα της Ολυμπίας, την Χαλκίδα και την Κορινθία. Παρά τον χωρισμό τους οι Βουδουραίοι διατήρησαν τους συγγενικούς δεσμούς που τους συνέδεαν.

Ένα από τα κυριότερα μέλη της οικογένειας, όπως αυτή μας παρουσιάζεται από την εποχή της Επαναστάσεως του Ορλόφ, είναι ο οπλαρχηγός Αθανάσιος Γ. Βουδούρης, ο οποίος επιτέλεσε πολύ σημαντικό έργο. Συντηρούσε με δικές του δαπάνες στρατό 50 – 70 ανδρών3 με τους οποίους έλαβε μέρος στις επιχειρήσεις που οδήγησαν στη καταστροφή της στρατιάς του Δράμαλη πασά στη μάχη των Δερβενακίων, στο Καματερό,

παρευρέθηκε στη πολιορκία της Ακροκορίνθου και συμμετείχε σε διάφορες άλλες μάχες. Έπεσε μαχόμενος ανδρείως υπό τον Γεώργιο Καραϊσκάκη στο Πασσά – Λιμάνι (Πειραιάς) το 1826/1827. Στη μάχη στο Πασαλιμάνι φονεύθηκε ο Τάκης Νοταράς κ.α4.

Η περίπτωση του Οπλαρχηγού και Εκατοντάρχου Καπετάν Παπα-Θανάση Πιτσούνη (ΠαπαΠιτζούνης)

Γεννήθηκε στο Τρανό Ζευγολατειό της Βόχας το έτος 1779 και πέθανε το έτος 1844. Ήταν υιός του Γεωργίου Πιτσούνη και είχε αδελφούς, τους Αναγνώστη ή Νίκο, Μιχάλη, Μητρολένη και Δημήτριο Πιτσούνη. Σπούδασε στην Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης και στην Κωνσταντινούπολη. Υπήρξε μέλος της Φιλικής Εταιρείας5, όπως αναφέρεται και στον κατάλογο των «σημαντικών» των αρχείων του Π. Σέκερη. Ήταν δεινός καβαλάρης και ατρόμητος πολεμιστής. Αναδείχτηκε σε ηγετική στρατιωτική φυσιογνωμία του Τρανού Ζευγολατειού και της Βόχας.

Κατά την Εθνική Επανάσταση του έτους 1821 διετέλεσε Αρχηγός των ενόπλων αγωνιστών της Βόχας, πολεμώντας στο πλευρό του Νικηταρά και του Κολοκοτρώνη, όπου και διακρίθηκε ιδιαίτερα. Στις αρχές του έτους 1821 συμμετείχε στις συσκέψεις που έγιναν στο μοναστήρι του Αγ. Γεωργίου στο Φενεό για την καλύτερη οργάνωση της επανάστασης μαζί με τους παπα-Νίκα (αρχηγός της Καστανιάς) και καπετάν Γ. Δανόπουλο (αρχηγό της Νεμέας). Εκεί είχε συσταθεί και το αρχηγείο της Φιλικής Εταιρείας υπό τον ηγούμενο Ναθαναήλ, με τη συνδρομή των ηγουμένων Δανιήλ Παμπούκη (Παναγία του Βράχου Νεμέας) και Αμβροσίου Σιναϊτη (Ταξιάρχες).

Την 22α Μαρτίου του έτους 1821 οι Τούρκοι κλείστηκαν στο κάστρο της Ακροκορίνθου για ασφάλεια, έχοντας μαζί τους και ομήρους. Οι Έλληνες κατέλαβαν τα υψώματα γύρω από το κάστρο, με τους Σοφικίτες να πιάνουν το Πεντεσκούφι και τον παπαΠιτζούνη, επικεφαλής 100 βοχαϊτών ενόπλων, την Στιμάγκα. Οι Βοχαϊτες με τον ίδιο αρχηγό συμμετείχαν και στη δεύτερη πολιορκία της ΑκροΚορίνθου. Ακόμη πολέμησαν και στα Δερβενάκια (26/28 Ιουλίου 1822), στο Βασιλικό (28 Αυγούστου 1822) κ.α.

Τον Απρίλιο του έτους 1823 ο παπαΠιτζούνης προβιβάζεται σε εκατόνταρχο6. Την 10η Σεπτεμβρίου του έτους 1823 οι Βοχαϊτες με αναφορά τους προς το Εκτελεστικό ζητούσαν από την Διοίκηση να γίνει ο ΠαπαΠιτζούνης Χιλίαρχος, ως επικεφαλής περίπου οκτακοσίων στρατιωτών των χωρίων της Βόχας. Το Εκτελεστικό ενέκρινε το ζήτημα για να τους καταστήσει ήσυχους, προθυμότερους και ευτακτότερους, και με το υπ. αριθ. 2873 προβούλευμα προώθησε την 11η Σεπτεμβρίου του έτους 1823 την απάντησή του προς το Βουλευτικό Σώμα.

Την 11 Σεπτεμβρίου του έτους 1823 το Βουλευτικό συνεδρίασε υπό την προεδρία του Πανούτσου Νοταρά και με το υπ. αριθ. 309 προβούλευμά του απάντησε στο Εκτελεστικό, ότι δεν εγκρίθηκε ο προβιβασμός του Παπαπιτσούνη στο βαθμό της Χιλιαρχίας διότι «μηδέν πράξαντα μετά την εκατονταρχίαν άξιον προβιβασμού και ότι γινόμενος ο προβιβασμός αυτού δύναται να ερεθίση την άμιλλαν και των άλλων».

Σύμφωνα με τον Μ. Οικονόμου (Γραμματικό του Θ. Κολοκοτρώνη), την 22α Οκτωβρίου του έτους 1823 ο παπαΠιτζούνης αναφέρεται στο πρωτόκολλο της παράδοσης του Ακροκορίνθου ως ένας από τους Έλληνες πολεμικούς αξιωματικούς με το βαθμό του εκατόνταρχου.

Οι ιστορικοί Λ. Αποστολίδης και Δ. Κόκκινος αναφέρουν ότι στο σπίτι του ΠαπαΠιτσούνη φιλοξενήθηκε ο Θ. Κολοκοτρώνης. Αναφορά που ενισχύει και η σχετική σωζόμενη επιστολή του Γέρου του Μοριά προς τον Ιωάννη Κωλέττη με ημερομηνία 11 Ιουνίου 1827 και τόπο το Τρανό Ζευγολατειό της Βόχας. Ο Κολοκοτρώνης το έτος 1827 για την αντιμετώπιση του κινδύνου του Ιμπραήμ εφάρμοσε την τακτική του κλεφτοπολέμου, εγκαθιστώντας σε διάφορα μέρη το κινητό στρατηγείο του, όπως στο Τρανό Ζευγολατειό. Δεν αποκλείεται να έγιναν και συσκέψεις στην οικία του ΠαπαΠιτζούνη, με τον οποίο διατηρούσε φιλικούς δεσμούς.

Μετά την λήξη της Επανάστασης ο ΠαπαΠιτζούνης διετέλεσε αιρετός πληρεξούσιος και επίτροπος του Τρανού Ζευγολατειού, υποβάλλοντας αναφορές προς την Κεντρική Διοίκηση για φλέγοντα ζητήματα της Βόχας, όπως την επανεγκατάσταση των Τρανοζευγολατιωτών στα εδάφη τους τα οποία είχαν εγκαταλείψει λόγω του πολέμου και για τον τρόπο φορολογίας των φυτευθέντων από αυτούς σταφιδαμπελώνων.

Την 4η Μαρτίου του έτους 1836 η Κυβέρνηση τίμησε με το Αργυρούν Εθνόσημο7 τον παπαθανάσιο πιτζούνη του δήμου Αιγιαλείας (Τρανό Ζευγολατειό) με την ιδιότητα του κληρικού που υπηρέτησε ως στρατιωτικός. Για τις υπέρ Πατρίδος στρατιωτικές εκδουλεύσεις του μέχρι το τέλος της ζωής του (1844) δεν έλαβε αποζημίωση, διότι ανήκε στους στρατιωτικούς (Κολοκοτρώνης). Για τον ίδιο λόγο δεν προβιβάστηκε και στο βαθμό του Χιλιάρχου, αφού ως γνωστό οι αδελφοί Νοταραίοι έριζαν για τον έλεγχο των εισοδημάτων της πλούσιας πεδιάδος της Βόχας και η παρουσία ενός χιλιάρχου δυσχέραινε τα σχέδιά τους.

Αξιομνημόνευτη υπήρξε και η δράση δύο ακόμα μελών της οικογένειας Πιτσούνη: Του Γεωργίου Πιτσούνη και του Αναγνώστη Πιτσούνη.

Η περίπτωση του Αγωνιστή Γεωργίου Πιτζούνη (Πιτσούνης)

Ήταν πατέρας του παπα-Θανάση Πιτζούνη. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Τρανό Ζευγολατειό και είχε διατελέσει δημογέροντας ή προεστός. Κατά την παράδοση της οικογενείας αποκεφαλίστηκε από Τούρκους ιππείς, μετά από σκληρή πάλη, αποκρούοντάς τους με ένα ραβδί (φορτοτήρα)8. Οι Τούρκοι πρέπει να ήταν εμπροσθοφυλακή του Κεχαγιάμπεη, ο οποίος κατέβαινε από την Ρούμελη στο Μοριά. Είχαν βρει τα χωριά της Βόχας έρημα, με μερικούς γέρους και αρκετά γυναικόπαιδα που τους πήρε σκλάβους. Η κεφαλή του Γεωργίου Πιτσούνη πήγε στον Κιαμήλ μπέη της Κορίνθου. Ο Κιαμήλ στενοχωρήθηκε και φέρεται να είπε την φράση «δεν μου τον φέρνατε ζωντανό». Το περιστατικό αυτό συνέβη έξω από το Ζευγολατιό στη τοποθεσία «τρείς δάφνες», που βρίσκεται στα νότια του παλαιού εργοστασίου του Μάντζαρη. Υπήρξαν και μάρτυρες δύο γυναίκες (Αναγνώστου – Καλλιανιώτη).

Η περίπτωση του Αγωνιστή Νίκου ή Αναγνώστη Πιτζούνη (Πιτσούνης)

Ήταν αδελφός του παπα – Θανάση Πιτσούνη. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Τρανό Ζευγολατειό. Το όνομα «Αναγνώστης» είναι τιμητικό. Του δόθηκε επειδή διάβαζε στις εκκλησίες. Το πραγματικό του όνομα είναι Νικόλαος. Σπούδασε στην Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης. Όταν ξέσπασε η Επανάσταση, φυγαδεύτηκε και επέστρεψε, όπου αμέσως φόρεσε τα άρματα πολεμώντας στο πλευρό του αδελφού του ΠαπαΠιτζούνη. Δεν ολοκλήρωσε τις σπουδές του.

Με επιστολή του9 προς την επί του Ιερού Αγώνος επιτροπή πληροφορούμαστε ότι πολέμησε μετά του αδελφού του ΠαπαΠιτζούνη σε διάφορες μάχες, όπως στην πολιορκία της ΑκροΚορίνθου μέχρι της πτώσης αυτής, με τον αρχηγό Νικηταρά όπου μετέβησαν στη Στυλίδα, Αγία Μαρίνα και Πατρατζίκι, στα Δερβενάκια, το Αγιονόρι και στα περίχωρα της Κορίνθου με σκοπό τον αποκλεισμό του Δράμαλη πασά.

Εκεί στα Δερβενάκια πληγώθηκε στο αριστερό χέρι, φονεύοντας έναν Τούρκο. Μετά τον αφανισμό της στρατιάς του Δράμαλη πολέμησε κατά του Ιμπραήμ πασά στην άνω Χρέμπα, Μαγούλιανα, στο Καματερό, στον Πειραιά, στο Σέγκιο και στο Σελά μέχρι την άφιξη του πρώτου κυβερνήτη της Ελλάδος, του Ιωάννη Καποδίστρια.Μετά την παύση του πολέμου ζήτησε να γίνει ιερέας του Ζευγολατιού, αλλά κατηγορήθηκε για το γεγονός ότι φόνευσε με το γιαταγάνι του Τούρκο, και έτσι εμποδίστηκε η χειροτονία του.

Η περίπτωση του Παναγιώτη Οικονόμου (Οπλαρχηγός)

Ήταν μέλος της γνωστής και έγκριτης οικογενείας των Οικονομαίων. Συνέβαλε με την ενεργό συμμετοχή του στην πρόοδο του Αγώνα κατά το έτος 1821. Στα μέσα του Ιανουαρίου 1825 έγινε Επαρχιακή Συνέλευση των προκρίτων της Κορινθίας στη Νεμέα, όπου την 20η Ιανουαρίου 1825 αποφασίστηκε10 μεταξύ άλλων να προταθεί για προαγωγή στο βαθμό του Ταξιάρχου και ο Οπλαρχηγός Παναγιώτης Οικονόμου11 από τη Βόχα.

Η προσφορά του Ελληνοχωρίου στον Αγώνα του 1821 για την Εθνική Ανεξαρτησία

Η περίπτωση του Αγωνιστή Δ. Κόσκου

Ο Δ. Κόσκος είχε μαθητεύσει κοντά στον ηγούμενο της Ιεράς Μονής Αγίου Γεωργίου Φενεού Ναθαναήλ και τον αδελφό αυτού Συμεών. Έμαθε γράμματα στο Κρυφό Σχολειό που λειτουργούσε στο μοναστήρι. Ήξερε τις τέχνες του ποιμένα και του σιδερά,αφού κατασκεύαζε ο ίδιος πολλά σιδερένια εργαλεία όπως ξυνάρια, ηνιά, σκάρες κ.α.

Υπήρξε ενεργό μέλος της Φιλικής Εταιρείας. Κατά την παράδοση, η μύησή του στην Εταιρεία έγινε από τον ίδιο τον ηγούμενο Ναθαναήλ, ο οποίος τον έβαλε να ορκιστεί στο Ιερό Ευαγγέλιο. Κατόπιν έλαβε το ψευδώνυμο «Γεράσιμος». Ανέλαβε διάφορες σημαντικές αποστολές, όπως διαβιβάσεις μηνυμάτων, μεταφορά πολεμοφοδίων κ.α. Πρώτη αποστολή του αναφέρεται η μέριμνα να κατασκευάζει τους σωλήνες για τα καριοφίλια, τις χαντζάρες και τις σπάθες. Η σημαντικότερη αποστολή που είχε αναλάβει ήταν η διαβίβαση ενός εγγράφου από τον ηγούμενο Ναθαναήλ πρός τον αρχηγό Αλέξανδρο Υψηλάντη που βρισκόταν για ένα χρονικό διάστημα στην Κεφαλληνία.

Την 25η Μαρτίου του έτους 1821 ήταν παρών στην Ιερά Μονή της Αγίας Λαύρας, όπου είχαν συγκεντρωθεί όλοι οι Αγωνιστές και οι οπλαρχηγοί για να ορκιστούν από τον Μητροπολίτη Παλαιών Πατρών Γερμανό «Ελευθερία ή Θάνατος». Αργότερα, τον Μάϊο του έτους 1821 ακολούθησε τον οπλαρχηγό και χιλίαρχο Παπανίκα, ενώ συμμετείχε τον Ιανουάριο του έτους 1822 κατά την Α΄ πολιορκία του κάστρου του Ακροκορίνθου.

Έπεσε μαχόμενος υπό τον χιλίαρχο Παπανίκα σε μάχη που έγινε στη μονή Ζαρακά της Στυμφαλίας.

Η περίπτωση των Αγωνιστών Μπράβου και Τσιώτου

Οι Αγωνιστές Μπράβος και Τσιώτος συμμετείχαν στην Α΄ πολιορκία του Ακροκορίνθου τον Ιανουάριο του έτους 1822 και έπεσαν μαχόμενοι.

24/03/2019

Περισσότερα

Cookie Policy

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία στη σελίδα μας.